τονοδηγός

τονοδηγός
ο, Ν
ναυτ. μικρός ξύλινος ή σιδερένιος κύλινδρος που περιστρέφεται ελεύθερα γύρω από άξονα, ο οποίος τοποθετείται στις άκρες τού καταστρώματος τού πλοίου και ο οποίος χρησιμεύει για τη διάβαση και οδήγηση τών σχοινιών ρυμούλκησης που βγαίνουν από την πρύμνη τού πλοίου, κν. μπαστέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος (Ι) + οδηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαστέκα — η ναυτ. ο τονοδηγός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”